αρχική Μέσα στον χρόνο Μυθολογία

Μυθολογία

Σύμφωνα με τον μύθο, ο Ηρακλής θέλησε να περάσει τον ποταμό Εύηνο με τη γυναίκα του Δηιάνειρα. Περαματάρης εκεί ήταν ο Κένταυρος Νέσσος, θανάσιμος εχθρός του ήρωα. Ο Ηρακλής του ζήτησε να μεταφέρει τη Δηιάνειρα από τη μια όχθη στην άλλη, ενώ ο ίδιος πέρασε το ποτάμι κολυμπώντας. Ο Κένταυρος όμως, καθώς την κρατούσε αποπειράθηκε να τη βιάσει. Τότε ο Ηρακλής τον σημάδεψε με τα δηλητηριασμένα βέλη του και τον σκότωσε. Την ώρα που πέθαινε, ο Νέσσος ζήτησε από τη Δηιάνειρα να μαζέψει το αίμα και το σπέρμα του, πείθοντάς την ότι αν ο Ηρακλής έπαυε να την αγαπά, το μαγικό αυτό φίλτρο θα μπορούσε να τον επαναφέρει στην αγκαλιά της. Αρκούσε μόνο να του δώσει να φορέσει έναν χιτώνα εμποτισμένο με το φίλτρο.

Όταν μετά από καιρό, η Δηιάνειρα αντιλήφθηκε τον έρωτα του Ηρακλή προς την Ιόλη, βύθισε το χιτώνα του στο αίμα και το σπέρμα του Κενταύρου και του τον έδωσε. Ο δηλητηριασμένος χιτώνας κόλλησε πάνω στο σώμα του, κατακαίγοντας το. Προσπαθώντας να ξεκολλήσει τον χιτώνα από πάνω του, ξεκολλούσαν μαζί και οι σάρκες του. Όταν η Δηιάνειρα κατάλαβε τι είχε κάνει δεν άντεξε και κρεμάστηκε. Ο Ηρακλής έχοντας ανυπόφορους πόνους, ανέβηκε σε μια κορυφή της Οίτης και έβαλε τέλος στο μαρτύριό του. Ετοίμασε έναν σωρό ξύλα και ανέβηκε απάνω. Παρακάλεσε τους συντρόφους του να ανάψουν φωτιά αλλά μάταια ... αυτοί αρνούνταν. Μόνο ο Φιλοκτήτης δέχτηκε και ως ανταμοιβή ο Ηρακλής του χάρισε το τόξο και τα βέλη του.

Ο Δίας μην αντέχοντας να βλέπει τον γιο του να υποφέρει, έριξε τον κεραυνό του και στο σημείο που έπεσε, ανέβλυσε ο Γοργοπόταμος (Δύρας), που δρόσισε τον καιγόμενο ήρωα. Κατά μια άλλη εκδοχή, τον τύλιξε στα σύννεφα και τον ανέβασε στον Όλυμπο, όπου ο Ηρακλής παντρεύτηκε την όμορφη Ήβη, τη θεά της Νιότης. Αθάνατος πια ο Ηρακλής στον Όλυμπο, έζησε μια ζωή μακάρια με όλες τις θεϊκές απολαύσεις.

Σήμερα, σώζονται ελάχιστα τμήματα του βωμού και ναού του 3ου π.Χ. αιώνα που χρησιμοποιούνταν συνεχώς από την αρχαϊκή εποχή μέχρι την περίοδο της Ρωμαιοκρατίας. O χώρος είναι κατάσπαρτος από μεγάλες ασβεστολιθικές πέτρες ενώ σε κάποια σημεία διακρίνονται τμήματα δαπέδου, καλυμμένα με ογκώδεις πλάκες. Διασώζονται και κάποια κομμάτια ραβδωτών κιόνων.

Η πρώτη προσπάθεια ανασκαφής έγινε το 1919 από τον τότε έφορο αρχαιοτήτων Νικ. Παπαδάκη. Το οικοδόμημα που αποκαλύφθηκε είχε λεηλατηθεί από κατοίκους της περιοχής που λόγω της άγνοιάς τους, χρησιμοποίησαν τους λαξευτούς λίθους στην οικοδόμηση σπιτιών και εκκλησιών. Τρία κομμάτια επιγραφής παραπέμπουν, κατά τον αρχαιολόγο, στα "Οιτέα Ηράκλεια" γιορτές δηλαδή προς τιμήν του Ηρακλέους. Βρέθηκαν επίσης αφιερώματα πήλινα και μεταλλικά, αιχμές από δόρατα που παριστάνουν γυμνό τον Ηρακλή και 13 συνολικά νομίσματα.

Το μνημείο χρονολογήθηκε στον 3ο π.Χ. αιώνα, ενώ οι στάχτες της πυράς θεωρούνται προγενέστερες του 6ου π.Χ. αιώνα. Νεότερες ανασκαφές έγιναν το 1988 από τον Π. Πάντο, έφορο αρχαιοτήτων Φθιώτιδας. Το βέβαιο είναι ότι στον ναό, από την εποχή της δημιουργίας του ως τους Ρωμαϊκούς χρόνους γίνονταν θυσίες ζώων προς τους θεούς σε ανάμνηση του μυθικού ήρωα Ηρακλή.

 

Στο όρος κατοικούσε ένας βοσκός, ο Ενδυμίων, γιος της Πύρρας και του Δευκαλίωνα. Η Σελήνη τον συνάντησε σε μια σπηλιά και τον ερωτεύτηκε από την πρώτη στιγμή. Τον συναντούσε κρυφά κάθε νύχτα στις παρυφές του βουνού και άφηνε τον κόσμο στο σκοτάδι, χωρίς το φως της. Έτσι, το βουνό έγινε το ερωτικό τους κρησφύγετο. 

Νέος με απαράμιλλη ομορφιά μα θνητός, οδήγησε τη Σελήνη σε μεγάλη ανησυχία. Γι' αυτό παρακάλεσε τον Δία να τον αφήσει να κοιμάται για πάντα τον αγέραστο ύπνο, ώστε να μην τον χάσει ποτέ.

 

Ο γεωγράφος, φιλόσοφος και ιστορικός Στράβων ονόμασε τα Βαρδρούσια "Μέγιστον Όρος" εξαιτίας του μεγάλου ύψους των κορυφών του.

Κατά την ελληνική μυθολογία, στα έγκατα του βουνού κατοικούσαν οι Λάμιες, οι οποίες άρπαζαν ανυποψίαστους θνητούς και τους τραβούσαν μαζί τους κάτω από τη γη.

Αιώνες μετά, η λαϊκή παράδοση παρουσίαζε τις Λάμιες του βουνού να αρπάζουν μικρά παιδιά .... όταν δεν έτρωγαν ή δεν κοιμούνταν.